- ἐλαφρότερος
- ἐλαφρόςlight in weightmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακουφίζω — (Α ἀνακουφίζω) 1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω 2. σηκώνω, ανασηκώνω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω 2. απαλλάσσω κάποιον… … Dictionary of Greek
διακουφίζω — (Α) [κουφίζω] (για επιδημική νόσο) γίνομαι προσωρινά ελαφρότερος ή ηπιότερος … Dictionary of Greek
επελαφρίζω — ἐπελαφρίζω (AM) 1. μέσ. ἐπελαφρίζομαι καθίσταμαι ελαφρότερος μσν. ανακουφίζω αρχ. μέσ. ανακουφίζω … Dictionary of Greek
ξαλαφρώνω — και ξελαφρώνω 1. μειώνω το βάρος, ελαφρύνω κάτι 2. γίνομαι ελαφρότερος («ξαλάφρωσε το πλοίο») 3. ανακουφίζω, ελαφρώνω 4. ανακουφίζομαι («θα σού τά πω να ξαλαφρώσω») 4. (για ασθενή) βελτιώνεται η υγεία μου, είμαι καλύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ… … Dictionary of Greek
πρωτανωμαλία — η, Ν ιατρ. δυσχρωματοψία τού ερυθρού χρώματος, ελαφρότερος βαθμός πρωτανοψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanomaly (< πρώτος + ανωμαλία)] … Dictionary of Greek
συνεπελαφρίζω — Α παθ. συνεπελαφρίζομαι α) γίνομαι ελαφρός μαζί με κάποιον β) μτφ. ανακουφίζομαι μέσω κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπελαφρίζομαι «γίνομαι ελαφρότερος»] … Dictionary of Greek
υποκουφίζω — Α 1. ανακουφίζω λίγο 2. (αμτβ.) είμαι ελαφρότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κουφίζω (II) «ελαφρύνω, καταπραΰνω, ανακουφίζω»] … Dictionary of Greek
ԹԵԹԵՒԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0804 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 14c ա. κουφότερος, κουφότατος, ἑλαφρότερος levior, levissimus Առաւել կամ յոյժ թեթեւ, եւ Արագընթաց. *Բռնադատեալ բերիլ թեթեւագունին առ էիցն ծանրագոյնն (հրոյ առ հողն) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)